- ιχθυολογικός
- η , ό[ν] ихтиологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιχθυολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιχθυολογία («ιχθυολογικές έρευνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
ιχθυολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ιχθυολογία: Ιχθυολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)